- ἄστριχος
- ἄστρις, ἄστριχοςSee also: ἀστράγαλοςPage in Frisk: 1,173
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
ἀστρίχοις — ἄστριχος masc dat pl ἀ̱στρίχοις , ἀστρίζω perf opt act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρίχους — ἄστριχος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄστριχοι — ἄστριχος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)